κιναλδίνη

κιναλδίνη
Οργανική ένωση του τύπου CH3C9H6N (2-μεθυλοκινολίνη) η οποία βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμο υγρό, με σημείο τήξης 246°C και παρασκευάζεται με συμπύκνωση δύο μορίων ακεταλδεΰδης με ένα μόριο ανιλίνης, παρουσία θειικού οξέος και νιτροβενζολίου. Η κ. συμπυκνώνεται με τον φθαλικό ανυδρίτη και δίνει κινοφθαλόνη, μία κίτρινη χρωστική η οποία, με θείωση, δίνει το κίτρινο της κινολίνης, χρώμα που χρησιμοποιείται στη βαφή του μεταξιού.
* * *
η
χημ. οργανική ένωση που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα ή παρασκευάζεται συνθετικά με κατεργασία τής ανιλίνης και τής ακεταλδεΰδης με υδροχλωρικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quinaldine < quin- (< ισπ. quina) + aid- + -in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”